- εμπειροπόλεμος
- -η, -οο έμπειρος στα πολεμικά, που έχει πολεμική πείρα, παλαίμαχος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐμπειροπόλεμος — experienced in war masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπειροπόλεμος — η, ο (AM ἐμπειροπόλεμος, ον) αυτός που έχει πείρα τής στρατιωτικής ζωής και τής τεχνικής τών μαχών … Dictionary of Greek
ἐμπειροπολεμώτατα — ἐμπειροπόλεμος experienced in war adverbial superl ἐμπειροπόλεμος experienced in war neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπειροπολέμως — ἐμπειροπόλεμος experienced in war adverbial ἐμπειροπόλεμος experienced in war masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπειροπόλεμον — ἐμπειροπόλεμος experienced in war masc/fem acc sg ἐμπειροπόλεμος experienced in war neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπειροπολέμοις — ἐμπειροπόλεμος experienced in war masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπειροπολέμους — ἐμπειροπόλεμος experienced in war masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπειροπολέμων — ἐμπειροπόλεμος experienced in war masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπειροπόλεμοι — ἐμπειροπόλεμος experienced in war masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαΐφρων — (I) δαΐφρων ( ονος), ον (Α) 1. (ως επίθ. πολεμιστών) ο εμπειροπόλεμος, όποιος έχει πείρα και δεξιότητα στα πολεμικά 2. (για ιδιότητες ή καταστάσεις) αυτός που έχει ή προκαλεί γενναίο και υπερήφανο φρόνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον Όμηρο ήδη μαρτυρούνται… … Dictionary of Greek